ἤρεμος

ἤρεμος
ἤρεμ-ος, ον, later form for ἠρεμαῖος,
A quiet,

ἤ. καὶ ἡσύχιος βίος 1 Ep.Ti.2.2

, cf. OGI519.10 (iii A.D.), Procl. in Prm.p.536 S.;

ἠ. πούς Luc.Trag.207

;

ἤρεμον ἑαυτὸν παρέχειν IPE12.40.24

(Olbia, ii/iii A.D.); -ώτερος ἐπισπασμός gentler traction, Sor.1.73.
2 τὸ ἤ. smoothness, of pigments, Thphr.Lap.62.
3 Adv. -μως quietly, Asp.in EN120.13. (Cf. Lith. rìmti 'grow still', Goth. rimis (= ἡσυχία), Skt. ramṇāti 'set at rest'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἤρεμος — quiet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρεμος — η, ο (AM ἤρεμος, ον) ήσυχος, γαλήνιος, ατάραχος (α. «είμαι ψυχικά ήρεμος» β. «ἤρεμος και ἡσύχιος βίος», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἤρεμον η στιλπνότητα. επίρρ... ηρέμως και ηρέμα και ήρεμα (AM ἠρέμως και ἠρέμα, Α και ἠρεμί και ἠρεμεί) ήσυχα, όχι …   Dictionary of Greek

  • ήρεμος — η, ο επίρρ. α ακίνητος, ατάραχος, ήσυχος, γαλήνιος: Ήρεμη θάλασσα. – Ήρεμο πνεύμα. – Κοιμήθηκε ήρεμα. – Υπόμεινε ήρεμα τον πόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἠρεμώτερον — ἤρεμος quiet masc acc comp sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc comp sg ἤρεμος quiet adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρεμώτατον — ἤρεμος quiet masc acc superl sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρέμως — ἤρεμος quiet adverbial ἤρεμος quiet masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρεμον — ἤρεμος quiet masc/fem acc sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρεμωτέρους — ἤρεμος quiet masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρέμου — ἤρεμος quiet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρέμους — ἤρεμος quiet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρέμῳ — ἤρεμος quiet masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”